- παγωνιά
- ηκατάσταση ατμοσφαιρικών συνθηκών η οποία χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, δριμύ ψύχος, παγετός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παγώνω + κατάλ. -ιά, κατά το χειμων-ιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγωνιά — η παγετός, κρύο δυνατό, θερμοκρασία κάτω από το μηδέν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αποκαίω — (AM ἀποκαίω, Α κ. άω) 1. καίω κάτι εντελώς, κατακαίω 2. ( ομαι) (για φυτά) καταστρέφομαι από την παγωνιά αρχ. ιατρ. καυτηριάζω … Dictionary of Greek
θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
κατακαίω — (Α κατακαίω) καίω εντελώς, αφανίζω, καταστρέφω νεοελλ. με εξωτερική επενέργεια νεκρώνω τα συστατικά ενός πράγματος («η παγωνιά κατάκαψε τα λαχανικά») νεοελλ. μσν. παθ. κατακαίομαι ζεματίζομαι μσν. 1. (για έρωτα) προκαλώ ερωτικό πάθος 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
καψικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με κάψα, με θήκη 2. το ουδ. ως ουσ. το καψικό α) το φυτό πιπεριά β) το σφοδρό ψύχος που κατακαίει τους τρυφερούς βλαστούς, η παγωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κάψα (I). Με τη σημ. 2. < κάψα (II)] … Dictionary of Greek